λησμονώ
Look at other dictionaries:
λησμονώ — έω και άω και αλησμονώ (Μ λησμονῶ, έω και ἀλησμονώ) [λήσμων] 1. ξεχνώ ένα γεγονός ή ένα πράγμα, παύω να θυμάμαι, μού διαφεύγει κάτι («λησμόνησα τη διεύθυνση τού σπιτιού σου») 2. αμελώ ή παραβαίνω ανειλημμένο καθήκον ή υποχρέωση («λησμόνησε πάλι… … Dictionary of Greek
λησμονώ — λησμόνησα, λησμονήθηκα, λησμονημένος, μτβ. και αμτβ. 1. ξεχνώ: Λησμόνησα να πάρω μαζί μου τα εισιτήρια. 2. αμελώ, αφαιρούμαι: Λησμόνησε να με ειδοποιήσει. 3. το μέσ., λησμονούμαι ή λησμονιέμαι πέφτω σε λήθη, με ξεχνούν: Οι νεκροί δεν πρέπει να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλησμονώ — ( άω και έω) λησμονώ, ξεχνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθ. + λησμονώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλησμονιά] … Dictionary of Greek
καταλήθομαι — (Α) (αποθ.) λησμονώ εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λήθομαι, μεταπλασμένος τ. τού λανθάνομαι «λησμονώ»] … Dictionary of Greek
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek
μετεπιλανθάνομαι — (Μ) ξεχνώ, λησμονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐπι λανθάνομαι «ξεχνώ, λησμονώ»] … Dictionary of Greek
ξελησμονώ — και ξαλησμονώ, άω 1. λησμονώ, ξεχνώ 2. (το παθ.) ξελησμονιέμαι αφαιρούμαι («ξελησμονήθηκα με την κουβέντα και δεν τού τό είπα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + λησμονώ / αλησμονώ] … Dictionary of Greek
ξεχνώ — άω και ξεχάνω 1. παύω να θυμάμαι κάτι, λησμονώ κάτι (α. «έχω ξεχάσει το όνομά του» β. «ξέχασα να τού τηλεφωνήσω») 2. γίνομαι αφηρημένος 3. μέσ. ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι χάνω την αίσθηση τού χώρου και τού χρόνου, δεν αντιλαμβάνομαι τί συμβαίνει… … Dictionary of Greek
αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… … Dictionary of Greek
αλησμόνητος — η, ο (Α ἀλησμόνητος, ον) [λησμονῶ] αυτός που δεν λησμονιέται, δεν λησμονήθηκε ή δεν είναι δυνατόν να λησμονηθεί, ο αξέχαστος … Dictionary of Greek